καταδρομέας — ο 1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης 2. ναυτ. κουρσάρος 3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον επιδρομή επιδρομεύς σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταδρομή — η (Α καταδρομή) επιδρομή, εχθρική εισβολή νεοελλ. 1. καταδίωξη, δυσμένεια, κακοτυχία («τής τύχης την καταδρομή», Βηλαρ.) 2. ναυτ. επιθετική ενέργεια εναντίον εμπορικών πλοίων τού αντιπάλου 3. φρ. «δυνάμεις καταδρομών» στρατιωτικές μονάδες ειδικά… … Dictionary of Greek
κουρσάρος — Βλ. λ. πειρατεία (πολεμική). * * * και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος) 1. πειρατής, ληστής 2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ.… … Dictionary of Greek
μπαντίδος — ο (Μ μπαντίδος και παντίδος) καταδικασμένος σε εξορία, φυγάς νεοελλ. 1. πειρατής καταδρομέας, κουρσάρος 2. ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bandito < bandire «επικηρύσσω»] … Dictionary of Greek
Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… … Dictionary of Greek
Διοματάρας — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών από τα Ψαρά. 1. Κωνσταντίνος. Ήταν ιδιοκτήτης πλοίου και προσέφερε τις υπηρεσίες του σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Το 1823 βύθισε τουρκικό πλοίο κοντά στο Αλιβέρι και το 1824 ένα άλλο κοντά στην Τένεδο. Το 1826… … Dictionary of Greek
Ζορμπάς, Ασημάκης — Αγωνιστής του 1821. Ήταν αρχηγός ηρωικής οικογένειας του Μεσολογγίου, πολλά μέλη της οποίας συμμετείχαν στις πολιορκίες της πόλης. Λεγόταν και Παπαλουκάς. Ο Ζ. και ο γιος του Φραγκίσκος ή Φραγκούλης, που ήταν αρχιπυροβολητής, σκοτώθηκαν τον… … Dictionary of Greek
Ζυγούρης, Παύλος — (τέλη 18ου αι.). Καταδρομέας και εθνικός αγωνιστής. Ήταν συνεργάτης του Λάμπρου Κατσώνη, ο οποίος υπήρξε πλοίαρχος του σκάφους Αχιλλεύς. Κατά τη ναυμαχία στον Καφηρέα, ο Ζ., με την παράτολμη γενναιότητα και εμπειρία του, κατόρθωσε να απαλλαγεί… … Dictionary of Greek
Καβακτζής, Μηνάς — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Έδρασε κυρίως ως καταδρομέας και έλαβε μέρος σε πολλές επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας. Για να εκδικηθεί τα βασανιστήρια που υπέστη από Αυστριακό μοίραρχο, πυρπόλησε στη… … Dictionary of Greek